ἐνεργμός

ἐνεργμός
ἐνεργμός
a way of playing on the lyre
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενεργμός — ἐνεργμός, ο, αλλιώς ένερξις και ένειρξις, η (Α) [έργμα] 1. μέθοδος με την οποία οι αρχαίοι εναρμόνιζαν εύρυθμα τις χορδές και έπαιζαν τη λύρα (ή την κιθάρα) 2. μικρός πάσσαλος στη μέση τής λύρας (ή τής κιθάρας) με τον οποίο κρατούνταν ανυψωμένη… …   Dictionary of Greek

  • ἐνεργμόν — ἐνεργμός a way of playing on the lyre masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”